ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ

Σε τεντωμένο σκοινί η αγορά καυσίμων – «Γρίφος» η επόμενη μέρα

energypress.gr

Η άνοδος της τιμής του πετρελαίου στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 14 μηνών επανέφερε έναν τόνο αισιοδοξίας στη διεθνή αγορά με τους αναλυτές να θεωρούν ότι ο «μαύρος χρυσός» λαμβάνει ώθηση από μια επερχόμενη οικονομική ανάκαμψη, με τις μεγαλύτερες προσδοκίες να επικεντρώνονται στο δεύτερο μισό του 2021. 

Η Αμερικανική Υπηρεσία Ενέργειας (ΕΙΑ) εκτιμά ότι η βραχυπρόθεσμη ενεργειακή προοπτική υπόκειται σε αυξημένα επίπεδα αβεβαιότητας λόγω των κρουσμάτων COVID-19 ο αριθμός των οποίων παραμένει υψηλός τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ. Η μειωμένη οικονομική δραστηριότητα λόγω της πανδημίας έχει προκαλέσει σοκ στη ζήτηση και αλλαγές στην προσφορά και θα συνεχίσει να επηρεάζει τις αναπτυξιακές προοπτικές στο μέλλον.

Όπως εκτιμά η ΕΙΑ, οι τιμές του μπρεντ θα κυμανθούν στα 67 δολάρια το βαρέλι κατά το δίμηνο Μαρτίου-Απριλίου και η αγορά αναμένεται να εξισορροπήσει μέχρι το Μάιο όπου η τιμή αναμένεται να διαμορφωθεί στα 65 δολάρια για να πέσει στα 58 κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2021. Ωστόσο, ακόμη και στα 58 δολάρια, οι τιμές θα είναι υψηλότερες σε σχέση με τους τελευταίους μήνες του 2020 και φυσικά πολύ υψηλότερες σε σχέση με τον Μάρτιο του 2020 όπου το πετρέλαιο είχε πέσει στα 26 δολάρια. 

Η διακύμανση των τιμών επηρεάζει άμεσα την ελληνική αγορά η οποία καλύπτει τις ενεργειακές ανάγκες της σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο ως επί το πλείστον από εισαγωγές. Ο κλάδος της εμπορίας πετρελαιοειδών και το καταναλωτικό κοινό πλήττονται άμεσα από τις υψηλές τιμές και μάλιστα σε μία περίοδο όπου η πανδημία έχει αφήσει πολλά μέτωπα ανοιχτά.

O κ. Γιώργος Βερούλης, Επικεφαλής των Δημοσίων Σχέσεων του ομίλου ΕΛΙΝΟΙΛ, μιλώντας στο Insider.gr εξηγεί: «Η άνοδος της τιμής του αργού πετρελαίου που άγγιξε τα 70 δολάρια βαρέλι, δίνει ένα ακόμη δυνατό «χτύπημα» στην αγορά καυσίμων, η οποία υφίσταται εδώ και έναν χρόνο τις συνέπειες της υγειονομικής κρίσης .Η άνοδος από τα 26 δολάρια το βαρέλι που ήταν πέρυσι τον Μάρτιο, σε πάνω από 69 δολάρια που βρίσκεται σήμερα, μεταφράζεται σε μια υψηλή τιμή για τον καταναλωτή, ο οποίος έχοντας επωμιστεί και όλες τις άλλες συνέπειες της κρίσης, απλά δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να αγοράσει πετρέλαιο θέρμανσης».

Οι προβλέψεις για την πορεία της ελληνικής αγοράς είναι μάλλον αδύνατες αυτή τη στιγμή καθώς η ταχύτητα της πραγματικής ανάκαμψης της ζήτησης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από  τα ποσοστά εμβολιασμού και τον βαθμό επιστροφής στην κανονικότητα όσον αφορά στις μετακινήσεις και την επιχειρηματική δραστηριότητα.

«Ενώ το 2020 έκλεισε με μια πτώση της τάξης του 8,4% στα καύσιμα κίνησης και θέρμανσης, από την αρχή της χρονιάς έχουμε εισέλθει σε μια περίοδο με άκρως πτωτική τροχιά. Πιο συγκεκριμένα, ο Ιανουάριος, έκλεισε στο -27% και ο Φεβρουάριος στο -20%. Η απαγόρευση μετακίνησης από νομό σε νομό, καθώς και η απαγόρευση κυκλοφορίας από μία ώρα και μετά, είναι οι κύριοι λόγοι των παραπάνω αρνητικών προσήμων. Οι προβλέψεις είναι εξαιρετικά παρακινδυνευμένες και οι προοπτικές είναι αρκετά αβέβαιες, διότι πολλά θα εξαρτηθούν πολλά από την πορεία του ιού, καθώς και από την πιστή τήρηση εφαρμογής του χρονοδιαγράμματος του εμβολιασμού. Οι πρώτοι πέντε μήνες όπως φαίνεται, θα είναι πτωτικοί για την αγορά καυσίμων. Από τον Μάιο και εφόσον έχει προχωρήσει ικανοποιητικά ο εμβολιασμός, που θα βελτιώσει τις συνθήκες στον τουρισμό, ίσως υπάρξει εξισορρόπηση στην αγορά», εκτιμά ο κ. Βερούλης.

Πάντως, παρά το πρόσφατο ράλι, οι ηγέτιδες δυνάμεις της βιομηχανίας του πετρελαίου αναδιπλώνονται σε πιο συντηρητικά σχήματα σε σχέση με τις αρχές του έτους ως προς τις προβλέψεις τους. Ο ΟΠΕΚ υποβάθμισε τις προοπτικές ζήτησης για τα επόμενα δύο τρίμηνα κατά 690.000 βαρέλια την ημέρα, εν μέσω μιας ασθενέστερης εικόνας για τη ζήτηση και της ισχυρότερης αύξησης της ανταγωνιστικής προσφοράς. Όπως ανέφερε ο οργανισμός στη μηνιαία έκθεσή του, «τα συνεχιζόμενα lockdown, η εθελοντική κοινωνική αποστασιοποίηση και άλλες εξελίξεις που σχετίζονται με την πανδημία συνεχίζουν να επηρεάζουν την οικονομική δραστηριότητα. Οι συνθήκες θα βελτιωθούν το δεύτερο εξάμηνο του 2020». 

(της Πένης Χαλάτση, insider.gr)